καυτῆρος

καυτῆρος
καυτήρ
burner
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καυτήρας — ο (ΑΜ καυτήρ, ῆρος) [καίω] μετάλλινο εργαλείο ειδικό για καυτηριάσεις μσν. αρχ. το έγκαυμα από καυτηρίαση, το στίγμα που αφήνει ο καυτηριασμός («ὁ δὲ τύπος τοῡ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που καίει, καυστικός («ταύρῳ χαλκέῳ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”